- συλλέγω
- ΝΜΑ [λέγω]συναθροίζω, μαζεύω (α. «συλλέγω γραμματόσημα» β. «μή τι συλλέγουσιν ἀπὸ ἀκανθῶν σταφυλὴν ἤ ἀπὸ τριβόλων σῡκα», ΚΔ)αρχ.1. συσσωρεύω2. (σχετικά με στρατό) στρατολογώ3. (σχετικά με πρόσ.) συγκαλώ, συγκεντρώνω4. συνθέτω, συναρμόζω ένα σύνολο από πολλά τεμάχια5. (μέσ. και παθ.) συλλέγομαια) συγκεντρώνω για τον εαυτό μου («ὅπλα τε πάντα λάρνακ' ἐς ἀργυρέην συλλέξατο», Ομ. Ιλ.)β) (για πρόσ.) συνέρχομαι, συναθροίζομαιγ) γίνομαι συνήθης, καθίσταμαι συνήθεια («ἡ πολυλογία συνελέγετο αὐτῷ», Ξεν.)6. φρ. α) «συλλέγω ἐμαυτὸν ἐκ τῆς ἀσθενείας» — αναλαμβάνω από αρρώστια, συνέρχομαιβ) «συλλέγομαι σθένος» — συγκεντρώνω τις δυνάμεις μου.
Dictionary of Greek. 2013.